δυστροπήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

δυστροπήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυστροπώ
  2. θα δυστροπήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυστροπώ