εισχωρήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εισχωρήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εισχωρώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισχωρώ
  3. θα εισχωρήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισχωρώ