εισχωρήσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εισχωρήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισχωρώ
  2. θα εισχωρήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισχωρώ