εκατοστίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκατοστίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
  3. θα εκατοστίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκατοστίζω