εκατοστίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκατοστίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
- θα εκατοστίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκατοστίζω