εκατοστίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκατοστίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
  2. θα εκατοστίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκατοστίζω