εκβιαστικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκβιαστικός, ἐκβιαστικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκβιαστικώς < εκβιαστικός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

εκβιαστικώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]