εκδύσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκδύσια < εκδύω (γδύνομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκδύσια ουδέτερο, στον πληθυντικό

  • αρχαία λατρευτική ιερή τελετή και εορτασμοί που λάμβαναν χώρα στη Φαιστό της Κρήτης προς τιμήν της Λητούς Φυτίας, μητέρας του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]