εκλαϊκεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εκλαϊκεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκλαϊκεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλαϊκεύω
  3. θα εκλαϊκεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλαϊκεύω