εκλιπάρησα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκλιπάρησα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εκλιπαρώ