εκρήγνυνται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εκρήγνυνται
- γ' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος εκρήγνυμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος εκρήγνυμαι
- (θα) γ' πληθυντικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος εκρήγνυμαι