εκρήγνυνται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκρήγνυνται

  1. γ' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος εκρήγνυμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος εκρήγνυμαι
  3. (θα) γ' πληθυντικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος εκρήγνυμαι