εκστρατεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκστρατεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκστρατεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκστρατεύω
  3. θα εκστρατεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκστρατεύω