ελαχιστοποιήσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ελαχιστοποιήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαχιστοποιώ
- θα ελαχιστοποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαχιστοποιώ