ελικτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ελικτικώς (el)

  • το να ελίσσομαι, κάνοντας ελίξεις, ελικτικά, με ελιγμούς