ελπίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ελπίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελπίζω
- θα ελπίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελπίζω