ενθυλακώσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ενθυλακώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενθυλακώνω
- θα ενθυλακώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενθυλακώνω