ενοχοποιήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ενοχοποιήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχοποιώ
  2. θα ενοχοποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχοποιώ