ενταφιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ενταφιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ενταφιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενταφιάζω
  3. θα ενταφιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενταφιάζω