εξαχθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξαχθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξάγομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξάγομαι
  3. θα εξαχθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξάγομαι