εξαϋδρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαϋδρίτης < έξη + υδρίτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

εξαϋδρίτης αρσενικό

  • ένυδρο θειϊκό άλας του μαγνησίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]