εξηγήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξηγήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξηγώ
- θα εξηγήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξηγώ