εξιδανικεύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξιδανικεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξιδανικεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιδανικεύω
- θα εξιδανικεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιδανικεύω