εξιστορήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξιστορήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξιστορώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιστορώ
- θα εξιστορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιστορώ