επανασυγκολλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
επανασυγκολλώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανασυγκολλώ | επανασυγκολλούσα | θα επανασυγκολλώ | να επανασυγκολλώ | επανασυγκολλώντας | |
β' ενικ. | επανασυγκολλείς | επανασυγκολλούσες | θα επανασυγκολλείς | να επανασυγκολλείς | (επανασυγκόλλει) | |
γ' ενικ. | επανασυγκολλεί | επανασυγκολλούσε | θα επανασυγκολλεί | να επανασυγκολλεί | ||
α' πληθ. | επανασυγκολλούμε | επανασυγκολλούσαμε | θα επανασυγκολλούμε | να επανασυγκολλούμε | ||
β' πληθ. | επανασυγκολλείτε | επανασυγκολλούσατε | θα επανασυγκολλείτε | να επανασυγκολλείτε | επανασυγκολλείτε | |
γ' πληθ. | επανασυγκολλούν(ε) | επανασυγκολλούσαν(ε) | θα επανασυγκολλούν(ε) | να επανασυγκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανασυγκόλλησα | θα επανασυγκολλήσω | να επανασυγκολλήσω | επανασυγκολλήσει | ||
β' ενικ. | επανασυγκόλλησες | θα επανασυγκολλήσεις | να επανασυγκολλήσεις | επανασυγκόλλησε | ||
γ' ενικ. | επανασυγκόλλησε | θα επανασυγκολλήσει | να επανασυγκολλήσει | |||
α' πληθ. | επανασυγκολλήσαμε | θα επανασυγκολλήσουμε | να επανασυγκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | επανασυγκολλήσατε | θα επανασυγκολλήσετε | να επανασυγκολλήσετε | επανασυγκολλήστε | ||
γ' πληθ. | επανασυγκόλλησαν επανασυγκολλήσαν(ε) |
θα επανασυγκολλήσουν(ε) | να επανασυγκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανασυγκολλήσει | είχα επανασυγκολλήσει | θα έχω επανασυγκολλήσει | να έχω επανασυγκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανασυγκολλήσει | είχες επανασυγκολλήσει | θα έχεις επανασυγκολλήσει | να έχεις επανασυγκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανασυγκολλήσει | είχε επανασυγκολλήσει | θα έχει επανασυγκολλήσει | να έχει επανασυγκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανασυγκολλήσει | είχαμε επανασυγκολλήσει | θα έχουμε επανασυγκολλήσει | να έχουμε επανασυγκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανασυγκολλήσει | είχατε επανασυγκολλήσει | θα έχετε επανασυγκολλήσει | να έχετε επανασυγκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανασυγκολλήσει | είχαν επανασυγκολλήσει | θα έχουν επανασυγκολλήσει | να έχουν επανασυγκολλήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανασυγκολλώ
|