επιδράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επιδράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιδρώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδρώ
  3. θα επιδράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδρώ