επιζητήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιζητήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιζητώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιζητώ
- θα επιζητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιζητώ