επιζητήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιζητήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιζητώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιζητώ
  3. θα επιζητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιζητώ