επιλύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιλύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιλύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιλύω
- θα επιλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιλύω