επιορκήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιορκήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιορκώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιορκώ
- θα επιορκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιορκώ