επισείσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επισείσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισείω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισείω
  3. θα επισείσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισείω