επισείσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επισείσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισείω
  2. θα επισείσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισείω