επισκευάσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επισκευάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκευάζω
  2. θα επισκευάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκευάζω