επιστήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επιστήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εφιστώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφιστώ
  3. θα επιστήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφιστώ