επισυνάψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επισυνάψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισυνάπτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισυνάπτω
  3. θα επισυνάψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισυνάπτω