επωάσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επωάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επωάζω
- θα επωάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επωάζω