ερειπώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ερειπώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερειπώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερειπώνω
  3. θα ερειπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερειπώνω