ερειπώσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ερειπώσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερειπώνω
- θα ερειπώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερειπώνω