ερημοδικήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ερημοδικήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ερημοδικώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερημοδικώ
- θα ερημοδικήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερημοδικώ