ετυμολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ετυμολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ετυμολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ετυμολογώ
  3. θα ετυμολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ετυμολογώ