ευλογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ευλογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ευλογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευλογώ
  3. θα ευλογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευλογώ