ευτελίσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ευτελίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτελίζω
  2. θα ευτελίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτελίζω