εφθάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εφθάρη

  • γ’ ενικό οριστικής παθητικού αορίστου του ρήματος φθείρω