Μετάβαση στο περιεχόμενο

εὔχοιτο

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εὔχοιτο

  • γ' πρόσωπο ενικού ευκτικής ενεστώτα του εὔχομαι
 δείτε τη λέξη  εὔχομαι