ζουλέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ζουλέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζουλεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζουλεύω
  3. θα ζουλέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζουλεύω