ζουλέψουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ζουλέψουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζουλεύω
  2. θα ζουλέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζουλεύω