ζώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζώνω
  3. θα ζώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζώνω