ηλεκτροφωτίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ηλεκτροφωτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
  3. θα ηλεκτροφωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτροφωτίζω