ηλεκτροφωτίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ηλεκτροφωτίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
- θα ηλεκτροφωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτροφωτίζω