ησυχάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ησυχάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ησυχάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ησυχάζω
- θα ησυχάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ησυχάζω