θαυματοποιική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θαυματοποιική < από το επίθετο θαυματοποιικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαυματοποιική
- η τέχνη του ταχυδακτυλουργού, του ικανού σε τεχνάσματα ή σε μαγικά κόλπα