θεληματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

θεληματίζω (el)

  1. εκτελώ θέλημα
  2. δρω εθελοντικά
  3. ενισχύω την αυτοπεποίθηση κάποιου
  4. κάνω κάποιον να θέλει κάτι