θεμελιώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θεμελιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεμελιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεμελιώνω
  3. θα θεμελιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεμελιώνω